- συνοργιάζω
- ΜΑπαίρνω μέρος σε οργιαστικές τελετές μαζί με άλλους («οὐκ ἀεὶ δὲ διατρίβουσιν ἐπ' αὐτὴν οἱ δαίμονες, ἀλλὰ... ταῑς ἀνωτάτω συμπάρεισι καὶ συνοργιάζουσι τῶν τελετῶν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ὀργιάζω «τελώ θρησκευτικά όργια» (< ὄργια)].
Dictionary of Greek. 2013.